- ἱπποδρόμους
- ἱππόδρομοςchariot-roadmasc acc plἱπποδρόμοςchariot-roadmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱπποδρόμους — Ἱπποδρόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντομονόβολον — και κονδομονόβολον, τὸ (Μ) αγώνισμα παραπλήσιο με το σημερινό άλμα επί κοντώ, που γινόταν στα αμφιθέατρα και στους ιπποδρόμους τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός + μονό βολον (< μονός + βολον < βόλος < βάλλω)] … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μαστίφ — (mastiff). Κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται διάφορες ράτσες σκύλων, μολοσσοειδούς τύπου. Το ύψος των αρσενικών φτάνει τα 65 75 εκ. στο ακρώμιο, ενώ στα θηλυκά τα 60 70 εκ. Το τρίχωμά τους είναι ίσιο, πυκνό, με γυαλιστερή εμφάνιση, σε… … Dictionary of Greek